Πιέτρο Ινγκράο: «Έλεγα στον εαυτό μου: Πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, ακόμη και τα “ιερά κείμενα”»

Μια από τις ηγετικές μορφές του ιταλικού κομμουνιστικού κινήματος, ο Πιέτρο Ινγκράο, μιλάει στον Αλμπέρτο Μπούρτζιο και το περιοδικό «Essere comunisti» για τον σοβιετικό κομμουνισμό και τον “αυτοκράτορα” της Β. Κορέας Κιμ Ιλ Σουνγκ, για τη διαδρομή του ιταλικού ΚΚ από τον Τολιάτι ως τον Μπερλινγκουέρ και τις σχέσεις του κόμματος με την Μόσχα πριν και μετά την εισβολή στην Πράγα, για την άσκηση της αμφιβολίας στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κόμματος και το κλειδί της συναίνεσης γύρω από τον Μπερλουσκόνι. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Εποχή (1.9.2009) σε μετάφραση της Τόνιας Τσίτσοβιτς.

Μας θύμισες τον Πεπόνε του Γκουαρέσκι, την καρικατούρα του δογματικού κομμουνιστή που ζει με μύθους, αρχίζοντας από το μύθο του Στάλιν και της ΕΣΣΔ. Τι ήταν για σένα τότε η Σοβιετική ΄Ενωση;

-Για μένα, αλλά γενικότερα για το κόμμα μου στη μεταπολεμική περίοδο, η σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, το σύμβολο της επανάστασης, ήταν μια θεμελιώδης σχέση, αλλά και περίπλοκη και δύσκολη, όπου έπρεπε να αναδημιουργείς συνέχεια την ισορροπία μεταξύ του διαλόγου (από τον οποίο δεν έλειπαν στοιχεία υποταγής) και της αυτονομίας, την αναγκαιότητα της οποίας νιώθαμε όλο και περισσότερο. Ήδη από τη δεκαετία του Σαράντα δημιουργήθηκε μια δυσκολία. Ο ζντανοβισμός που ήταν κυρίαρχος εκείνα τα χρόνια στη Μόσχα, ήταν εντελώς ξένος με τη δική μας κουλτούρα και νοοτροπία. Μετά το ’56 ο Τολιάτι προσπάθησε να συγκεκριμενοποιήσει την αίτηση αυτονομίας, που ήταν όλο και ισχυρότερη στις γραμμές μας, με μια θεωρία πολυκεντρισμού που ο ίδιος πρότεινε επίμονα -και χωρίς τύχη- στη Μόσχα. Δεν γινόταν και δεν έπρεπε να γίνει ρήξη με την ΕΣΣΔ, αλλά ήταν ταυτόχρονα αναγκαίο να περιφρουρήσουμε τη σφαίρα της ελεύθερης πρωτοβουλίας και της αυτονομίας μας, που ήταν απόλυτα αναγκαία για μας. Η σκληρή δεκαετία του Εξήντα -μέχρι το θάνατο του Τολιάτι και την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας- αναλώθηκε στην αναζήτηση αυτής της δύσκολης ισορροπίας. Η Πράγα αποφάσισε: σκληρά και αρνητικά. Ήταν ένα εξαιρετικά θλιβερό γεγονός, και για μένα μια τραγωδία. Εδώ αγγίζουμε ένα κομβικό σημείο της ζωής του Ι.Κ.Κ. Εμείς γεννηθήκαμε και προχωρήσαμε στην ευρωπαϊκή σκηνή στενά συνδεδεμένοι με το σοβιετισμό ως μοντέλο και ως καθοδηγητή μας στο πεδίο του αγώνα. Ταυτόχρονα αναζητούσαμε ένα άλλο μονοπάτι. Κι αυτή η πολυπλοκότητα μας έδωσε πόνο και δόξα. Μερικά χρόνια αργότερα κάποιοι από μας έθεσαν σε αμφισβήτηση τον Στάλιν και τον σταλινισμό, κι εγώ ήμουν ένας απ’ αυτούς, με τον τρόπο μου. Στη συνέχεια αντιλήφθηκα ότι έπρεπε να ξανασυζητήσουμε και τον Λένιν. Όμως η Μόσχα για μας εξακολούθησε να είναι για πολύ καιρό πατρίδα και βάσανο. Θεωρώ παρόλα αυτά ανόητο τον αντικομμουνισμό -ενός μεγάλου μέρους της ιταλικής αστικής τάξης και του καθολικού κόσμου- που καθήλωνε το Ι.Κ.Κ. στην εικόνα του σοβιετικού δορυφόρου.

Μολαταύτα, το κρίσιμο ζήτημα των σχέσεων μεταξύ Ι.Κ.Κ. και ΕΣΣΔ εξακολουθεί να είναι σημαντικό και επί του ιστοριογραφικού πεδίου. Πώς μπορείς να το ορίσεις συνθετικά;

-Όταν φέρνω στο νου μου εκείνα τα χρόνια, αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ακριβώς εκείνη η συνεχής αναζήτηση της αυτονομίας μας. Υπό αυτή την έννοια το Ι.Κ.Κ. αποτέλεσε μια πρωτότυπη προσπάθεια, εντελώς διαφορετική από των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων. Μόνο οι αντιδραστικοί μπορούν να λένε αερολογίες περί Ι.Κ.Κ. δορυφόρου. Δεν ήμασταν, και αυτό ήταν ξεκάθαρο, τουλάχιστον από τη δεκαετία του Εξήντα και μετά. Και στη δεκαετία του Ογδόντα η κρίση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ έγινε ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη. Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο. Το 1980 ο Μπερλινγκουέρ έπρεπε να πάει στη Βόρεια Κορέα, κι έτσι θα αναγκαζόταν να περάσει από τη Μόσχα, γιατί η ηγεσία του ΚΚΣΕ ζητούσε επίμονα μια συνάντηση, έπειτα από την ανοιχτή και σκληρή κριτική μας στη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Ο Μπερλινγκουέρ, αντίθετα, δεν ήθελε εκείνο το ταξίδι και έστειλε εμένα στη θέση του. Με φώναξε και μου είπε: «πήγαινε εσύ, γιατί αν πάω εγώ, ό, τι και να πω και ό, τι και να κάνω, ο ιταλικός αστικός τύπος θα ισχυριστεί ότι είμαστε ευθυγραμμισμένοι με τις διαταγές της Μόσχας». Κατάλαβα και δέχτηκα. Την επομένη έφυγα για τη σοβιετική πρωτεύουσα. Στην αυτοβιογραφία μου αφηγούμαι εκείνη τη συνάντησή μου με δύο υψηλά ιστάμενους γραφειοκράτες του ΚΚΣΕ, τον Πονομαριόφ και τον Ζαγκλάντιν, και πώς αναδείχτηκε από την πρώτη κουβέντα μια αθεράπευτη διαφωνία. Εγώ τη χρησιμοποίησα αμέσως ως αφορμή για να δώσω τέλος στη συνάντηση. Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμουνα στο αεροπλάνο που θα με πήγαινε στη Βόρεια Κορέα. Εκεί η παραμονή μου, καθώς περίμενα να δω τον Κιμ Ιλ Σουνγκ, διάρκεσε περισσότερο από το αναμενόμενο. Πέρασα εκείνες τις μέρες μέσα στη μοναξιά σε μια βίλα στα περίχωρα της πρωτεύουσας, με κάποιο σύντομο ταξίδι ανάμεσα σε φωτεινούς πάγους, τεράστιες σιωπές και αχανείς ουράνιους θόλους. Όταν, μια μέρα με το ηλιοβασίλεμα, συνάντησα το μοναχικό κομμουνιστή αυτοκράτορα, συζητήσαμε για τους δύσκολους δρόμους του κομμουνισμού. Έπειτα ο αυτοκράτορας αποσύρθηκε στα διαμερίσματά του.

Αυτή η σύγκρουση με τη Μόσχα είχε αντίκτυπο στη ζωή του Κόμματος;

-Δε νομίζω. Τότε στις γραμμές του Ι.Κ.Κ. η επιφύλαξη και η διαφωνία με τις σοβιετικές θέσεις ήταν ισχυρή και διαδεδομένη. Τότε όμως εγώ είχα σοβαρές αντιρρήσεις για τη γραμμή του Ενρίκο, που τη χαρακτήριζε ένα ηθικό πάθος, αλλά δεν μετατρεπόταν σε πολιτική πρόταση ενάντια στη δυσοίωνη συμμαχία Φορλάνι- Κράξι, που ακολουθούσε ξεκάθαρα μια μετριοπαθή γραμμή, για την οποία υπήρχαν υποψίες δολοπλοκιών και ανάρμοστων ενεργειών. Σ’ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια αποσπαστήκαμε από τη Μόσχα, ακόμη και από υλικής πλευράς, αλλά δεν σταθήκαμε στο ύψος της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, που ωρίμαζε ήδη από τη δεκαετία του Εβδομήντα. Μείναμε μόνοι, χωρίς να μπορούμε να ερμηνεύσουμε πλήρως αυτή την ολοκληρωτική πλέον ρήξη με τη Μόσχα, μέσα σε ένα ορμητικό κλίμα ανανέωσης και σε μια καινούρια εξύφανση συμμαχιών στην Ευρώπη. Εγώ ένιωθα την ανάγκη μιας νέας ανάλυσης, που να αφορά κυρίως την παγκόσμια κατάσταση της αστικής τάξης που ήταν πλέον προσανατολισμένη -και στην Ιταλία- προς μια άγρια επίθεση της δεξιάς ενάντια στις κατακτήσεις που είχαν επιτύχει τα συνδικάτα στα τέλη της δεκαετίας του Εξήντα. Είχε ήδη ξεκινήσει η συντηρητική πρωτοβουλία του Τζιάνι Ανιέλι και ήδη τότε γινόταν αντιληπτό στον κόσμο το νέο νεοφιλελεύθερο κύμα που θα κατέληγε στο αγγλοαμερικανικό μπλοκ Ρέιγκαν- Θάτσερ. Εγώ ήθελα να αναλύσουμε τη συντηρητική στροφή που εξαπλωνόταν πλέον στη Δύση. Γι’ αυτό είπα όχι στην πρόταση που μου έγινε να επιστρέψω στην προεδρία της Βουλής. Τότε οι πιέσεις από το εσωτερικό του κόμματος υπήρξαν ισχυρές. Θυμάμαι μια εξαιρετικά σκληρή σύγκρουση σε επίπεδο ηγεσίας με τον Ούγκο Πεκιόλι, που είπε πικρά λόγια για την «απειθαρχία» μου. Μα εγώ ένιωθα την ανάγκη να σκεφτώ. Έλεγα στον εαυτό μου: «πρέπει να ξαναδούμε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των “ιερών κειμένων”». Σωρεύαμε καθυστερήσεις, ενώ η κρίση του κομμουνιστικού κόσμου επιδεινωνόταν. Ξαφνικά, ήρθε ο θάνατος του Μπερλινγκουέρ…

Ναι, ήταν ένα γεγονός, το οποίο, με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να αποκτά μια τραγικότητα αποφασιστικής σημασίας: ένα από εκείνα τα συμβάντα που μπορεί να είναι τυχαία, αλλά τελικά αποδεικνύονται καθοριστικά..

-Για το κόμμα ήταν μια συγκλονιστική ιστορία. Ο Ενρίκο έπεσε σαν κεραυνοβολημένος στο έδαφος από ένα βήμα όπου μιλούσε στην Πάντοβα. Κι έπειτα έμεινε να κείτεται για μια εβδομάδα σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, βαδίζοντας προς το θάνατο, χωρίς να ανακτήσει την ομιλία. Ήμουν στο πλάι του εκείνες τις μέρες, φίλος βουβός και απελπισμένος. Ήρθε και ο Περτίνι. Έπειτα, επήλθε ο θάνατος εκείνου του άφωνου πλέον πλάσματος. Και το σώμα του έφυγε για την πρωτεύουσα, και το χαιρετούσαν σε κάθε σταθμό μάζες δακρυσμένων ανθρώπων, μέχρι να φθάσει στην απέραντη πλατεία Σαν Τζοβάνι, όπου κατέληξε η τεράστια πομπή που συνόδευε το φέρετρο. Και τότε ήρθε να τον αποχαιρετήσει στο νεκροθάλαμο που ετοιμάστηκε στις Μποτέγκε Οσκούρε -προς μεγάλη μας έκπληξη- ακόμη και ένας γνήσιος συντηρητικός σαν τον Γκουίντο Κάρλι. Αυτός ήταν ο κόσμος στον οποίο μιλούσε ακόμη εκείνο τον καιρό το Ι.Κ.Κ. Εγώ εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι χωρίς να βρίσκω απαντήσεις. Ένιωθα με πόνο το προφανές της σοβιετικής αυταρχικότητας και την αναγκαιότητα να συζητήσω και για τον Λένιν. Γυρίζοντας την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία, προσπαθούσα να καταλάβω τη δίψα λύτρωσης που κινούσε τους νέους κοινωνικούς αγώνες σ’ εκείνο το κομμάτι της Ευρώπης. Αναζητούσα δηλαδή να διαφωτιστώ για τις περιπέτειες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όμως η αντεπίθεση της δυτικής μεγαλοαστικής τάξης είχε ήδη ξεκινήσει…

Σε ποια συμπεράσματα κατέληξες, έπειτα από το στοχασμό σου για την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος;

-Ο Εικοστός Αιώνας υπήρξε εξαιρετικός. Όπως έλεγα, δεν συμμερίζομαι την άποψη που τον μειώνει, μετατρέποντάς τον σε μια αδιάκοπη διαδοχή από τραγωδίες. Το κομμουνιστικό υποκείμενο πέτυχε απίστευτους στόχους. Και παρόλα αυτά μέσα μου μεγάλωνε -με τρόπο όλο και πιο δριμύ- η διαφωνία για ένα βασικό ζήτημα. Εγώ το ονόμαζα το δικαίωμα στην αμφιβολία. Μα ήταν ένας συνετός τρόπος -ίσως υπερβολικά συνετός- για να ανακινήσω ένα ζήτημα θεμελιώδους ελευθερίας. Κατέληγα σε μια ανάγνωση του ανθρώπινου υποκειμένου, που τελικά πλήγωνε ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα και όχι μόνο το σταλινισμό. Στην Ιταλία αγωνιστήκαμε επίσης και πετύχαμε μεγάλες νίκες μαζί με τις μάζες και για τις μάζες, δίνοντας κατευθύνσεις στη ζωή της πόλης, εισχωρώντας μέχρι μέσα στα οχυρά του μεγάλου κεφαλαίου, όπως η Φίατ. Όμως το κομμουνιστικό κίνημα πλήρωσε για τα σοβαρά λάθη και τους περιορισμούς του κατά την οικοδόμηση του υποκειμένου, περιορισμούς της πολύμορφης συγκεκριμένης του έκφρασης και της εσωτερικής του ελευθερίας. Κι αυτός ο σκληρός περιορισμός επηρέασε και την ουσία της μεγάλης συμμετοχής στην πολιτική, μολονότι σταθήκαμε ικανοί να την προωθήσουμε. Με λίγα λόγια, το Ι.Κ.Κ. υπήρξε ένας πολιτικός παράγοντας, στους κόλπους του οποίου γίνονταν παθιασμένες συζητήσεις και από κοινού αναζητήσεις: στις οργανώσεις του κόμματος, στις μαζικές οργανώσεις, στους χώρους της κοινωνίας των πολιτών, με δίψα, με θέρμη επικοινωνίας, αλλά με μια μεγάλη δυσκολία αναμέτρησης με την εσωτερική διαλεκτική και χωρίς το κόμμα να την αφήνει να συγκρουστεί μαζί του. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα που ήδη στα χρόνια της πρώτης μου στράτευσης μού φάνηκε πολύ σοβαρό. Σήμερα βλέπω σ’ αυτό τη ρίζα της ήττας μας. Βλέπω δύο σημεία πάνω στα οποία έπεσε μοιραία η κρίση μας. Πρώτο: την αντίσταση στην άσκηση της αμφιβολίας. Όχι μόνο της νομιμοποίησής της, αλλά της γονιμότητάς της. Το δεύτερο κομβικό σημείο στο οποίο αποτύχαμε ήταν το πολυκεντρικό ζήτημα του Τολιάτι, και τέλος η δυσκολία μας να υλοποιήσουμε την ανεξαρτησία μας από τη Μόσχα. Η ήττα μας και η νίκη της δεξιάς διαφοροποιήθηκε -κατά τη γνώμη μου- ακριβώς πάνω σ’ αυτό το κομβικό σημείο σύστασης: στο πεδίο της ελευθερίας των δικαιωμάτων, που διεκδικήσαμε δυναμικά στη ζωή μας ως πολίτες και στους χώρους εργασίας και στις πόλεις, αλλά δεν τους αναγνωρίσαμε ισχύ και γόνιμη αξία μέσα στη ζωή του πολιτικού υποκειμένου. Αντίθετα η δεξιά αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα και το ανέδειξε από ατομικιστική σκοπιά, επιβάλλοντας την ιδεολογική ηγεμονία της, πρώτα απ’ όλα μέσω της χρήσης του δικτύου μαζικής επικοινωνίας από την άρχουσα τάξη. Φωνές, πρόσωπα, ιστορίες που μπαίνουν ολόκληρο το 24ωρο στα σπίτια των Ιταλών και ξεδιπλώνουν μια πρωτόγνωρη και διεισδυτική δύναμη. Σκέψου αυτή μας τη συζήτηση: πόσοι θα την διαβάσουν; Πόσους θα πλησιάσουν αυτές μας οι σκέψεις; Αντίθετα, ο αντίπαλός μας επικοινωνεί όλη μέρα με εκατομμύρια άτομα, διαπλάθοντας μυαλά, διαμορφώνοντας συζητήσεις και βουλήσεις. Έτσι, οικειοποιείται τη φαντασία. Όταν ήμουν παιδί, διάβαζα τα μυθιστορήματα των επιφυλλίδων, την Καρολίνα Ινβερνίτσιο, τον Σάντοκαν και το βιβλίο Καρδιά. Επρόκειτο και τότε για ηγεμονικά εργαλεία, σήμερα όμως τα σύνεργα είναι ασυγκρίτως πιο εκλεπτυσμένα και διεισδυτικά. Κατορθώνουν να καθορίσουν τους τρόπους σκέψης. Την ηθική και τη σεξουαλικότητα, την ιδέα της πολιτικής και την εικόνα της υλικής ευημερίας. Εδώ, πιστεύω, συναντάμε μεγάλο μέρος των διαδρομών μέσω των οποίων καθορίζονται σήμερα τα υψηλά ποσοστά συναίνεσης του Μπερλουσκόνι.

Ίσως ακριβώς αυτό να είναι σημάδι των καιρών. Ίσως να υπάρχει ένα παιχνίδι αντανάκλασης ανάμεσα στην προστυχιά του αρχηγού και στην προστυχιά της χώρας που τον επιλέγει, τον στηρίζει, και ταυτίζεται μαζί του. Μα εμείς μπορούμε να βγάλουμε έξω την ουρά μας απ’ όλα αυτά; Δεν νομίζεις ότι φέρουμε κι εμείς -εννοώ εμείς οι δυνάμεις της αριστεράς- σοβαρές ευθύνες;

-Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό. Μολαταύτα το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε και μεγάλο σχολείο, ένας ευρύς χώρος μαζικού αλφαβητισμού. Μου έρχεται στο νου πρώτα απ’ όλα το δίκτυο των κομματικών οργανώσεων, που είχε δημιουργηθεί και εξαπλωθεί στην Ιταλία, και επρόκειτο για μια ζωντανή πλοκή ανθρώπινης συνάντησης: εκεί αποφασιζόταν η δράση, αλλά γινόταν και αντιπαράθεση ανάμεσα στις ιδέες που υπήρχαν για τον κόσμο, τα πολιτιστικά αλφάβητα.

Λειτουργούσε και η προφορική παράδοση και υλοποιούνταν η συνέχεια – από γενιά σε γενιά – μιας κουλτούρας και μιας σκέψης. Η συνοχή και η αντοχή του μαζικού υποκειμένου οικοδομήθηκαν και διατηρήθηκαν με εξαιρετική φροντίδα. Από τους χώρους εργασίας μέχρι τις οργανώσεις του Κόμματος, λειτουργούσε ένα πυκνό και ζωντανό δίκτυο συζήτησης και κοινωνικοποίησης. Καθώς, θα έλεγα, και μια τελετουργικότητα κοινής αποδοχής. Ο μεγάλος, δύσκολος άθλος, ήταν όμως η υλοποίηση εκείνης της συλλογικής δύναμης και της ζωτικότητας και, μαζί, του πλούτου της αμφιβολίας, της αναζήτησης: μέσα στη μεταβλητότητα της ζωής. Αν θα έπρεπε να πω με μια φράση αυτό που με βασανίζει, θα απαντούσα: πώς να υλοποιήσουμε τον πλούτο και την ελευθερία έρευνας, και ταυτόχρονα το αρραγές στην ταξικής πάλη, στον καθημερινό απελευθερωτικό αγώνα. Τη γονιμότητα της αμφιβολίας και το αρραγές του αγώνα.


Οι εκλογές αυτού του Ιουνίου είχαν ως αποτέλεσμα μια σκληρή ήττα της ταξικής αριστεράς στις διάφορες κατακερματισμένες μορφές της. Από πού προέρχεται αυτή η σκληρή ήττα; Ποια γεγονότα ή λάθη μας έφεραν αυτό το άσχημο αποτέλεσμα;

-Πρώτα απ’ όλα ο κατακερματισμός των δυνάμεων. Βλέπεις, σε κάποιες στιγμές διασπαστήκαμε με τρόπο παράλογο… Μέχρι και με μια γελοία σωρεία από αρχικά. Όταν αναλογίζομαι τα χρόνια των μεγάλων νικών -αναφέρομαι ιδιαίτερα στις υπέροχες μάχες της δεκαετίας του Εξήντα- βρίσκω στις γραμμές της αριστεράς έντονες διαφορές στη σκέψη και στη γραμμή. Μαζί μ’ αυτές όμως βρίσκω και μια ισχυρή ενότητα δράσης, στηριγμένη σε ένα συλλογισμό που όλοι συμμερίζονταν: Ακόμη κι εκείνοι που προέρχονταν από διαφορετικά συστήματα σκέψης. Σκέψου πώς δούλευαν μαζί δύο προσωπικότητες όπως ο Μπρούνο Τρεντίν (ΣτΜ κορυφαίος συνδικαλιστής της αριστεράς) και ο Πιέρ Καρνίτι (ΣτΜ συνδικαλιστής και πολιτικός καθολικο-σοσιαλιστικής ιδεολογίας)…Αυτή τη φορά ακόμη και ένα υποκείμενο σαν την Κομμουνιστική Επανίδρυση χωρίστηκε στα δύο σαν ένα μήλο. Και κατά τη γνώμη μου δεν υπήρξε μόνο διαίρεση της ψήφου, αλλά διάσπαση, ρήξη της θεωρητικής αναζήτησης, της πολιτιστικής παιδείας. Εξάλλου, άσχημα νέα έρχονται και από πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης. Δε θέλω όμως να καταλήξω στην περιγραφή μιας υπερβολικά μουντής εικόνας. Πέρα από τον Ατλαντικό έρχεται ένα διαφορετικό σήμα.

Αναφέρεσαι στον Ομπάμα;

-Δεν ξέρω ακόμη ποια κοινωνική ανάγνωση της εποχής του έχει στο μυαλό του. Ας έχουμε ελπίδα. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ στη γονιμότητα της ελπίδας, μολονότι πρέπει να σου πω ότι δε μου άρεσε καθόλου πώς κινήθηκε πριν από λίγες μέρες, με την ευκαιρία του G8 στην Άκουιλα. Πάντως, θα δούμε ποιες πρωτοβουλίες θα κατορθώσει να αναπτύξει αυτός ο μαύρος ηγέτης μπροστά στα δραματικά γεγονότα που συμβαίνουν γι’ άλλη μια φορά στη Μέση Ανατολή: στο Ιράν πρώτα απ’ όλα, που καίγεται και πάλι. Εγώ νιώθω ότι εδώ διαμορφώνεται ένα μεγάλο χρέος, αλλά και ένας νέος χώρος για τις επόμενες γενιές. Σκέπτομαι αυτούς που είναι σήμερα είκοσι χρονών: κορίτσια και αγόρια, και το αύριο τεράστιων ηπείρων σαν την Αφρική, που πρέπει ολόκληρη να λυτρωθεί. Ή μάλλον, θα έλεγα: να απελευθερωθεί.
Η παγκόσμια κρίση είναι μια πάρα πολύ σκληρή δοκιμασία. Είναι όμως και μια πρόκληση για τη δημιουργική ικανότητα εκείνων που σήμερα είναι μόλις είκοσι χρονών. Σκέφτομαι τα εγγόνια μου…

Ετικέτες: ,

Σχολιάστε